- Κορινθίοις
- Κορίνθιοςcourtesanmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνησικακώ — (ΑΜ μνησικακῶ, έω) [μνησίκακος] εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.) αρχ. φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ… … Dictionary of Greek
παραβοηθώ — έω, Α 1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῑς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.) 2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον 3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ αὖ… … Dictionary of Greek
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek